- ακμαιότητα
- η [ακμαίος]ανθηρότητα, ζωηρότητα, θολερότητα, ακμή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακμαιότητα — η το να είναι κανείς ακμαίος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακμαίος — α, ο (Α ἀκμαῑος, α, ον) αυτός που βρίσκεται στην ακμή του, στο υψηλότερο σημείο δύναμης ή ωριμότητας νεοελλ. 1. εκείνος που ευδοκιμεί και προοδεύει 2. (για καρπούς) ο ώριμος αρχ. αυτός που γίνεται ή έρχεται την κατάλληλη στιγμή. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ανθηρότητα — η ακμαιότητα, δροσερότητα: Τέτοια ανθηρότητα σπάνια αντικρίζει κανείς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)